διευθύνω

διευθύνω
(AM διευθύνω) [ευθύνω]
1. κάνω κάτι ευθύ σ' όλο του το μήκος, ισιώνω
2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ' ένα σημείο
νεοελλ.
1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου
2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση τού παραλήπτη
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. ελέγχω κάτι θεωρώντας το ως εσφαλμένο
3. διακανονίζω, πληρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διευθύνω — διευθύνω, διηύθυνα και διεύθυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διευθύνω — διεύθυνα, διευθύνθηκα 1. διοικώ: Διευθύνει το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της πόλης. 2. στέλνω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Διεύθυνε το βέλος στο στόχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διευθυνούσης — διευθύνω make fut part act fem gen sg (attic epic) διευθῡνούσης , διευθύνω make pres part act fem gen sg (attic epic ionic) διευθύνω make fut part act fem gen sg (attic epic) διευθῡνούσης , διευθύνω make pres part act fem gen sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθυνθείη — διευθύνω make aor opt pass 3rd sg διευθύνω make aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθυνθέντων — διευθύνω make aor part pass masc/neut gen pl διευθύνω make aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθυνθήσεται — διευθύνω make fut ind pass 3rd sg διευθύνω make fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθῦναι — διευθύνω make aor inf act διευθύνω make aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουμαντάρω — διευθύνω, διοικώ, διατάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comandare] …   Dictionary of Greek

  • διευθυνούσας — διευθυνούσᾱς , διευθύνω make fut part act fem acc pl (attic epic doric) διευθυνούσᾱς , διευθύνω make fut part act fem gen sg (doric) διευθῡνούσᾱς , διευθύνω make pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διευθῡνούσᾱς , διευθύνω make …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθύνετε — διευθύ̱νετε , διευθύνω make aor subj act 2nd pl (epic) διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres imperat act 2nd pl διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres ind act 2nd pl διευθύ̱νετε , διευθύνω make aor subj act 2nd pl (epic) διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”